- τορνοῦμαι
- τορνόομαιmark off with thepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τορνώ — όω, Α [τόρνος] 1. διαγράφω κύκλο με τόρνο, με διαβήτη 2. (το μέσ.) τορνοῡμαι, όομαι καθιστώ κυκλικό κάτι, στρογγυλεύω με τόρνο 3. (κατά τον Ησύχ.) «κυκλῶ» … Dictionary of Greek